Ωχρά σπειροχαίτη
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
. . . . . . . . . . . . . . .
Ἠταν ὡραῖα σύνολα τὰ ἐπιστημονικά
βιβλία, οἱ αἰματόχαρες εἰκόνες τους, ἡ φίλη
ποὺ ἀμφίβολα κοιτάζοντας ἐγέλα μυστικά,
ὡραῖο κι ὅ,τι μᾶς ἐδίναν τὰ φευγαλέα της χείλη...
Τὸ μέτωπό μας ἔκρουσε τόσο ἁπαλά, μὲ τόση
ἐπιμονή, ποὺ ἀνοίξαμε γιὰ νά ᾿μπει σὰν κυρία
ἡ Τρέλα στὸ κεφάλι μας, ἔπειτα νὰ κλειδώσει.
Τώρα ἡ ζωή μας γίνεται ξένη, παλιὰ ἱστορία.
Τὸ λογικό, τὰ αἰσθήματα μᾶς εἶναι πολυτέλεια,
βάρος, καὶ τὰ χαρίζουμε τοῦ κάθε συνετοῦ.
Κρατοῦμε τὴν παρόρμηση, τὰ παιδικά μας γέλια,
τὸ ἔνστικτο ν᾿ ἀφηνόμεθα στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ.
Μιὰ κωμωδία ἡ πλάσῃ Τοῦ σὰν εἶναι φρικαλέα,
Ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει πάντοτε τὴν πρόθεση καλὴ,
εὐδόκησε στὰ μάτια μας νὰ κατεβάσει αὐλαία
ὦ, κωμωδία! τὸ θάμπωμα, τ᾿ ὄνειρο, τὴν ἀχλύ.
...Κι ἦταν ὡραῖα ὡς σύνολο ἡ ἀγορασμένη φίλη,
στὸ δείλι αὐτὸ τοῦ μακρινοῦ πέρα χειμῶνος, ὅταν,
γελῶντας αἰνιγματικά, μᾶς ἔδινε τὰ χείλη
κι ἔβλεπε τὸ ἐνδεχόμενο, τὴν ἄβυσσο ποὺ ἐρχόταν.