Κατσαντώνης - Κιτσάκης Αλέκος

Ο Αντώνης Κατσαντώνης ήταν περίφημος κλέφτης της Δυτικής Ελλάδας (1775 - 1809). Καταγόταν από το πετροβουνι Ιωαννίνων κι ήταν γιος αρχιτσέλιγκα.Λέγεται ότι όταν ετοιμαζόταν να βγει στο κλαρί για τη λευτεριά της Πατρίδας, τον παρακαλούσε η μάνα του να κάντσει ήσυχος και να μη φύγει και του ’λεγε: “Κάτσε Αντώνη μου, κάτσε“. Έτσι του ’μεινε το παρατσούκλι “Κατσαντώνης“. Σύμφωνα με τη γριά Τάτσαινα Μπαλωμένου από το Μύρεσι που πέθανε πάνω από 110 χρονών γύρω στα 1860, ο Κατσαντώνης ήταν άριστος στη σκοποβολή και στο λιθάρι, είχε δε λεπτή, αλλά δυνατή φωνή και ήταν μετρίου αναστήματος Στις δεκαπέντε του Μαγιού στις είκοσι του μήνα, ο Βεληγκέκας κίνησε να πάει στον Κατσαντώνη. Επάτησε κι’ εκόνεψε σ’ ενού παπά το σπίτι. ? Παπά ψωμί, παπα κρασί να πιουν τα παλικάρια. Κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν, κι εκεί που λακριντίζαν, μαύρα μαντάτα του ?ρθανε από τον Κατσαντώνη. ? Να βγεις, Βέλη μ’ στον πόλεμο, ν’ αλλάξουμε ντουφέκια. Ορθός ευθύς επήδησε και το σπαθί του ζώνει, και τον τσαούση φώναξε «Τσαούση Καραβίδα». ? Τα παλικάρια μάζωξε κι όλον τον νταϊφά μου. ? Τσαούση, μοίρασε ψωμί, δώσε στα παλικάρια, ? γιατ’ έχουμε έναν πόλεμο κι ένα βαρύ ντουφέκι. ? Εγώ πηγαίνω πιο μπροστά στην κρύα τη βρυσούλα. Στη στράτα όπου πήγαινε, στη στράτα που πηγαίνει, ο Κατσαντώνης πρόφτασε, κακό καρτέρι τούχε., κι οι κλέφτες τον σταμάτησαν και τον γλυκορωτούσαν. ? Που πας, Βέλη μπουλουμπαση, στα κλέφτικα λημέρια; ?Σ’ εσέν’ Αντώνη, κερατά, σε σένα παλιοκλέφτη. Εγώ Κλέφτες δεν σκιάζομαι και Κλέφτες δεν φοβάμαι, είμαι ρεντζάλι του Αλή, ρεντζάλι του Βεζύρη. Κι ο Κατσαντώνης φώναξε από το μετερίζι. ?Δεν είναι δω τα Γιάννενα, δεν είν
Back to Top